- μοιρολατρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιρολατρία ή στον μοιραλάτρη2. ως ουσ. ο μοιρολάτρης. Επιρρ. μοιρολατρικώς και -άμε μοιρολατρικό τρόπο, με τυφλή πίστη ότι τα πάντα διέπονται από τη μοίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.